Αναζητώντας έναν ηγέτη για το 2027
Εχει περάσει λιγότερο από ένας μήνας από τις ευρωεκλογές του Ιουνίου, στο πασοκικό σύμπαν όμως μοιάζει λες και έχει περάσει τουλάχιστον ένας χρόνος.
Τα πράγματα, μετά το 12,8% που κέρδισε το κόμμα στην τελευταία κάλπη, κινήθηκαν υπερβολικά γρήγορα – την ώρα που για τα υπόλοιπα κόμματα ο εκλογικός κύκλος ολοκληρώθηκε, στο ΠΑΣΟΚ ξεκινάει το δεύτερο ημίχρονο, αυτό που θα κρίνει την επόμενη ηγεσία του.
Δεν είναι λίγα τα στελέχη και τα μέλη που τις τελευταίες μέρες, προτού ο Νίκος Ανδρουλάκης πάρει την απόφαση να εισηγηθεί εκλογές στις 6 Οκτωβρίου, επικοινωνούσαν μαζί του για να του πουν πως δεν αντέχουν να βρεθούν ξανά τόσο σύντομα πίσω από ένα παραβάν, καθώς μετρούν ήδη όχι μία και δύο, αλλά πέντε εκλογικές Κυριακές μέσα σε ενάμιση χρόνο.
Υπήρχαν όμως και πολλοί άλλοι (που ενδεχομένως δεν πήραν τηλέφωνο τον πρόεδρο πριν δράσουν) που διαπίστωσαν ότι αυτό το καλοκαίρι δεν πρέπει να πάει χαμένο: μια εσωκομματική κάλπη (που είτε θα ανανεώσει την εντολή της σημερινής ηγεσίας είτε θα αναδείξει μια καινούργια) όσο πιο γρήγορα γίνεται δίνει στο ΠΑΣΟΚ τρία «καθαρά» χρόνια μέχρι τις εθνικές εκλογές του 2027.
Του δίνει, άρα, μια ευκαιρία να πάρει τις πρωτοβουλίες που θέλει στον προοδευτικό χώρο, ακόμα και αν δεν κατάφερε να πετύχει τον στόχο της δεύτερης θέσης τον Ιούνιο. Τρία «καθαρά» χρόνια να δοκιμαστεί σε συνθήκες αντιπολίτευσης χωρίς τα διλήμματα της απλής αναλογικής και να στοχεύσει στον πραγματικό της αντίπαλο: τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη. Κι αν δεν είναι τρία, αλλά λιγότερα; Και πάλι, η εσωκομματική κάλπη προσφέρει μομέντουμ – αυτό συνέβαινε στο ΠΑΣΟΚ από την πρώτη εκλογή προέδρου του κόμματος από τη βάση μελών και φίλων, το μακρινό 2004.
Προφανώς, δεν είναι μόνο θέμα πολιτικής: τέσσερις εν ενεργεία βουλευτές, ένας δήμαρχος, ένας δημοσιογράφος και (ίσως) μια πρώην υπουργός δεν αμφισβητούν απλώς την κατεύθυνση του ΠΑΣΟΚ, αν και επισημαίνουν πως ούτε η ηγετική ομάδα δρούσε συλλογικά ούτε το μήνυμα εντός και εκτός Βουλής ήταν πάντα πεντακάθαρο.
Αμφισβητούν και πως ο Ανδρουλάκης είναι ο καταλληλότερος να ηγηθεί του κόμματος την επόμενη ημέρα – «έκανε βήματα, τώρα χρειάζονται άλματα», έλεγε τις προάλλες αντίπαλός του σε συνομιλητές του, την ώρα που ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ κάνει λόγο για «προσωπικές φιλοδοξίες».
Σε ένα προσωποκεντρικό σύστημα, όπως το ελληνικό, που η παρουσία του προέδρου σε έναν κομματικό μηχανισμό τον διαμορφώνει ολόκληρο, αναζητείται και το πρόσωπο που θεωρείται πως θα σταθεί καλύτερα απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Οχι το ποιος θα είναι, αλλά τι είδους χαρακτηριστικά θα έχει: θα είναι έμπειρος, άμεσα «πρωθυπουργήσιμος» ή φρέσκος και σχετικά άπειρος;
Θα είναι σταθερά προσεκτικός ή πολιτικός της ζαριάς; Αντρας ή γυναίκα; Εντός ή εκτός Βουλής; Και το κυριότερο – είναι τα χαρακτηριστικά εκείνου που θα κριθεί ως καταλληλότερος να ηγηθεί μέρος της συνταγής νίκης για τον κεντροαριστερό χώρο;
Οποιο κι αν είναι το πρόσωπο, η ανάγκη να παρουσιαστεί εκ νέου στους ψηφοφόρους (και, μαζί με αυτό, να παρουσιαστεί και το ΠΑΣΟΚ ως κύριος πόλος δυναμικής στον προοδευτικό χώρο) είναι επιτακτική.
Το ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ δεν αυξήθηκε, αντιθέτως μειώθηκε, ωστόσο το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατάφερε να κρατήσει τη δεύτερη θέση, με τον Στέφανο Κασσελάκη να προγραμματίζει καταστατικό συνέδριο τον Οκτώβριο – πράγμα που στην πράξη σημαίνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να μην άλλαζε ηγεσία, όμως θα άλλαζε μορφή.
Η κάλπη από τη βάση θεωρείται πως θα δώσει και στο πρόσωπο που θα βγάλει άλλον αέρα ενόψει του ερχόμενου χειμώνα, με μοναδικό ζητούμενο τη συμμετοχή – να μπορέσει, δηλαδή, να θεωρηθεί πολιτικό γεγονός, φέρνοντας ίσο ή μεγαλύτερο αριθμό φίλων και μελών στην κάλπη από τους συμμετέχοντες του 2021, δηλαδή περίπου 270.000. Και αυτός ο αέρας φέρνει μαζί του και κάτι ακόμα που χρειάζεται το ΠΑΣΟΚ: διεισδυτικότητα σε ακροατήριο που αυτή τη στιγμή δεν το επιλέγει, αλλά θα μπορούσε δυνητικά να κοιτάξει και προς το μέρος του.
Η απεύθυνση εκτός των κομματικών ορίων, είτε λόγω αλλαγής ηγεσίας είτε λόγω επιβεβαίωσης της κυριαρχίας της υφιστάμενης, θέτει άλλα δεδομένα και για τον υπόλοιπο προοδευτικό χώρο.
Η ανησυχία του Στέφανου Κασσελάκη, αυτό που τον έκανε να θέλει να «κλείσει» τους λογαριασμούς του με τον Αλέξη Τσίπρα εντός του ΣΥΡΙΖΑ και να στεγανοποιήσει το κόμμα του υπέρ του, δεν αφορά την κυριαρχία του στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά το ενδεχόμενο, στο σενάριο εκλογής ηγεσίας της ενιαίας Κεντροαριστεράς από τη βάση, να χάσει από έναν «από μηχανής θεό» – και αυτός δεν χρειάζεται να είναι ένας πρώην πρωθυπουργός, αλλά ο αρχηγός του έτερου κόμματος, σε μια χρονική στιγμή που θα έχει πάρει ήδη το χρίσμα του ΠΑΣΟΚ και ο ίδιος ο Κασσελάκης θα παλεύει με τα απόνερα των αλλαγών που θα συντελεστούν στο συνέδριο.
Οι μέχρι στιγμής υποψήφιοι και σε αυτό το πεδίο προβάλλουν τα ατού τους: ο Ανδρουλάκης υπόσχεται σταδιακή ανοδική πορεία με το know-how σε σωστές και λάθος επιλογές που αποκόμισε τα τελευταία τρία χρόνια στο τιμόνι του ΠΑΣΟΚ, ο Χάρης Δούκας φέρνει ως σημείο αναφοράς και μοντέλο το παράδειγμα της νίκης στον Δήμο Αθηναίων, ο Παύλος Γερουλάνος προβάλλει την αναγέννηση του ΠΑΣΟΚ με έμπειρο προοδευτικό χέρι στο τιμόνι, ο Μιχάλης Κατρίνης μιλάει σε όσους θέλουν ανοιχτά συνεργασία μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, ενώ Νάντια Γιαννακοπούλου και Μιλένα Αποστολάκη παίζουν, περισσότερο ή λιγότερο, με τη σημασία που έχει για το ΠΑΣΟΚ να κρατήσει την πολιτική του αυτονομία, κλείνοντας το μάτι και στο προοδευτικό Κέντρο.
Γιατί τώρα, γιατί αυτοί, γιατί ΠΑΣΟΚ; Οσο η συζήτηση για τις εσωκομματικές εκλογές ανάβει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πολλοί μιλούν για τον μικρομεγαλισμό ενός κόμματος που δεν έχει καν φτάσει το 13%, που δεν ξεπέρασε τον μεγάλο του αντίπαλο στην παράλληλη μάχη για τα ηνία της Κεντροαριστεράς, και σήμερα αναζητά έναν ηγέτη για το 2027.
Αν όμως κάτι αποδεικνύει αυτή η αναζήτηση είναι και το DNA του κόμματος, ακόμα και στελεχών που δεν το έζησαν σε κυβερνητική θέση, που επιμένουν να το θεωρούν κόμμα εξουσίας και όχι κόμμα που θα μπορούσε να λειτουργεί ως κόμμα συνεργασίας από τη μια ή από την άλλη πλευρά του πολιτικού χάρτη, ανάλογα την περίοδο και τους αντιπάλους του.
Μπορεί οι εκλογές να ήταν απρόσμενες, μπορεί η επόμενη περίοδος να αποδειχτεί και εξαιρετικά επώδυνη.
Υπάρχουν στελέχη που λένε, ακόμα και σήμερα, πως η πολιτική στρατηγική του κόμματος θυσιάστηκε για να δώσει στο όποιο πρόσωπο κερδίσει ένα επικοινωνιακό ενισχυτικό στην αρχή της επόμενης μεγάλης κούρσας.
Ακόμα κι αυτοί όμως παραδέχονται πως τα πρόσωπα που αναδείχτηκαν μέσα από τις εσωκομματικές συγκρούσεις που έχουν περάσει πια στην πασοκική μυθολογία κατέληξαν να σφραγίζουν μια ολόκληρη περίοδο.