Το πολιτικό τοπίο μετά τις εκλογές του Ιουνίου και του Οκτωβρίου 2023
Ανάγκη για ισχυρότερη κοινωνική και εθνική πολιτική και για περισσότερη κρατική αποτελεσματικότητα
Γράφει ο Φίλιππος Νικολόπουλος
Δρα Κοινωνιολογίας, Νομικού – πρ. Επίκ. Καθηγ. Φιλοσοφικής Σχολής Παν/μίου Κρήτης,
πρ. Α/τή Καθηγητή Παν/μίου Ινδιανάπολης,
Γραμ. των Σχολών και της Κοσμητείας του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός»
Αναμφισβήτητα στις εθνικές εκλογές του Ιουνίου 2023 η ΝΔ θριάμβευσε, αν και φυσικά το ποσοστό της αποχής στην εκλογική διαδικασία ήταν πολύ μεγάλο. Αλλά και στις αυτοδιοικητικές του Οκτωβρίου, παρόλες τις αδυναμίες της κυβέρνησής της τους θερινούς μήνες ν’ αντιμετωπίσει επαρκώς τα ακραία καιρικά φαινόμενα, τηρουμένων των αναλογιών δεν είχε και τόσο αρνητικά αποτελέσματα, τουλάχιστον απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ που ήταν ο βασικός της αντίπαλος και ο οποίος συνετρίβη. Δεν θα έπρεπε όμως άκριτα να πανηγυρίζει, γιατί ουσιαστικά ο βασικός της αντίπαλος, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν είχε πλέον μεγάλη επιρροή στο εκλογικό σώμα, λόγω της ασυνέπειάς του στην τετραετία που κυβέρνησε και της αναξιοπιστίας της ηγετικής του ομάδας με μεγάλη ευθύνη του Α. Τσίπρα. Τα δύσκολα αντικειμενικά όμως προβλήματα είναι μπροστά της.
Το ορθότερο θα ήταν να προβληματιστεί για το βαθύτερο νόημα των εκλογικών αποτελεσμάτων πέρα από κομματικές περιχαρακώσεις. Αν οι πολίτες που απείχαν από τις εκλογές, είχαν ψηφίσει σε ποιο κόμμα θα κατευθυνόντουσαν; Κατά τη γνώμη μου όχι προς τη ΝΔ. Μάλλον προς την Κεντροαριστερά ή προς σε κόμματα εθνικιστικά. Το ΚΚΕ ήδη ενίσχυσε τα ποσοστά του, γιατί μάλλον ψηφίστηκε από απογοητευμένους του ΣΥΡΙΖΑ ή του ΠΑΣΟΚ. Οι πολίτες αυτοί, όπως και πολλοί άλλοι, αναζητούσαν και αναζητούν «αντιστάσεις» προς το σύστημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ στην υπόθεση της μη κομμουνιστικής Αριστεράς προκάλεσε όντως σοβαρή ζημιά. Ο Τσίπρας ουσιαστικά εξαρχής «καπέλλωσε» αυτή την Αριστερά, υποσχέθηκε «ανατροπές» που δεν μπορούσε να πραγματοποιήσει, ενώ μάλλον ήξερε ότι αυτές οι υποσχέσεις ήταν συνειδητά ψεύδη και τα έλεγε απλώς για να κερδίσει ψηφοφόρους ή τουλάχιστον λόγω επιπολαιότητας και απειρίας νόμισε ότι θα μπορούσε να κρατήσει μία νέα στάση απέναντι στα διευθυντήρια της Ευρωζώνης και της ΕΕ.
Κι αυτό το «καπέλλωμα» έχει διάφορες παραμέτρους που σχετίζεται ενδεχομένως με κέντρα δύναμης που δεν έχουν σχέση με την Αριστερά ή που ευρίσκονται και εκτός Ελλάδας. Λόγω μνημονιακών πολιτικών ο κόσμος ήταν έτοιμος «να εκραγεί». Ο Αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ έδωσε αρχικά ελπίδες και ο κόσμος νόμισε ότι βρήκε διέξοδο σε αυτό το κόμμα και το αγκάλιασε. Πλανήθηκε όμως, οι προσδοκίες του ματαιώθηκαν, αφού όμως για μια περίοδο «εκτονώθηκε» και ψυχολογικά πέρασε μία κατάσταση κατευνασμού. Έτσι το υπάρχον σύστημα ισορρόπησε και πάλι και το τρίτο μνημόνιο, παρά τις κάποιες αντιδράσεις (ένα μεγάλο μέρος του ΣΥΡΙΖΑ απεχώρησε διαφωνώντας) πέρασε «πιο μαλακά». Ο Τσίπρας έπαιξε τον ρόλο του (μη ξεχνάμε τις δεσμεύσεις του τρίτου μνημονίου και τον τρόπο που ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετώπισε τα εθνικά θέματα), χρησιμοποιήθηκε από κάποια κέντρα δύναμης και προκάλεσε σύγχυση στην Αριστερά. Αποτελούσε το κατάλληλο «πολιτικό αντίδοτο» την κατάλληλη στιγμή, καθώς τα προηγούμενα κόμματα εξουσίας είχαν χρεωκοπήσει λόγω υπογραφής μνημονίων.
Όλο αυτό το παιχνίδι ευνόησε βραχυπρόθεσμα τη ΝΔ, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο κόσμος ξέχασε τα κοινωνικά και εθνικά του αιτήματα. Απλώς βρίσκεται σε αμηχανία και δεν ξέρει πώς θα απεγκλωβιστεί από μηχανισμούς που του μειώνουν τελικά το βιοτικό του επίπεδο, τον αλυσοδένουν οικονομικά και του μειώνουν τον ουσιαστικά εθνικό αυτοπροσδιορισμό της χώρας του! Αντιλαμβάνεται ότι η αποτελεσματικότητα της κρατικής λειτουργίας όσον αφορά την κάλυψη κοινωνικών αναγκών και την αντιμετώπιση ποικίλων κινδύνων (βλ. πυρκαγιές, πλημμύρες, συγκοινωνίες κλπ.) παραμένει σοβαρά μειωμένη, αλλά βρίσκεται σε αδυναμία να γνωρίζει ποια πολιτική δύναμη μπορεί να ανατρέψει αυτά τα δεδομένα. Έτσι αναλίσκεται κυρίως σε αγώνα ατομικής επιβίωσης, πράγμα φυσικά που ευνοεί το υπάρχον σύστημα, αφού σπάνε οι συλλογικότητες και οι συλλογικοί αγώνες.
Η παραπάνω όμως κατάσταση (αν δεν περιοριστούμε στην επιφανειακή βραχυπρόθεσμη προσέγγιση) δεν αίρει την αγανάκτηση του κόσμου που συνεχίζει να υποβόσκει. Το τοπίο γενικά είναι θολό. Ο τιμάριθμος αυξάνεται, οι τράπεζες πιέζουν, η φορολογική πολιτική γίνεται πιο αυστηρή για τον μέσο εργαζόμενο και η κατανομή του εθνικού εισοδήματος δεν ευνοεί τον τελευταίο. Ο προνοητικός πολιτικός που θέλει ισχυρή τη χώρα του, με αποτελεσματική συνοχή μεταξύ ηγεσίας και πολιτών, δεν πρέπει να παραβλέπει αυτά τα δεδομένα.
Από την άλλη ο κόσμος έχει κουρασθεί από τις μεγάλες και «πιασάρικες», όπως λέγεται, εξαγγελίες, από τα παχιά λόγια και τις κινήσεις του «εντυπωσιασμού» (δήθεν «ανατρεπτικής» κατεύθυνσης). Αντιλαμβάνεται, όσο και αν επικοινωνιακά βομβαρδίζεται και χειραγωγείται, ότι τα «μέγιστα» καταλήγουν πια απλή «πολιτική διαφήμιση» στο πεδίο της «πολιτικής αγοράς» (κι αυτό συμβαίνει διεθνώς σε παραλληλότητα με τη μεγάλη συγκέντρωση δύναμης σε μεγάλα οικονομικά και πολιτικά κέντρα αποφάσεων). Η σύγχρονη παγκόσμια κοινωνία είναι πολύπλοκη και απαιτεί συγκεκριμένες βελτιωτικές κινήσεις για τη ζωή των ανθρώπων (εργασιακές σχέσεις, ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αντιμετώπιση της υπερτροφικής γραφειοκρατίας και του κρατισμού, φορολογική δικαιοσύνη, προστασία του περιβάλλοντος, αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής κ.ά.). Ο κόσμος έχει απαίτηση η κυβέρνηση, να ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένα αιτήματα, χωρίς παραπλανητικές «θεωρητικές» ή «πολιτικαντίστικες» εξαγγελίες και υποσχέσεις που δεν ανταποκρίνονται στις δυνατότητές της. Απαιτεί βελτίωση της καθημερινής ζωής, όχι συμπίεση, τουλάχιστον, του οικονομικού και βιοτικού του επιπέδου και σοβαρή βελτίωση της κρατικής λειτουργίας με ενισχυμένα κοινωνικά κριτήρια.
Με δεδομένο επίσης ότι ένα μεγάλο μέρος των εκλογέων στις τελευταίες εκλογές ψήφισαν κόμματα εθνικής κατεύθυνσης – που ευρίσκονται δεξιότερα της ΝΔ – («Σπαρτιάτες», «Νίκη», «Ελληνική Λύση» κλπ.) η παρούσα κυβέρνηση πρέπει ιδιαίτερα να προσέξει τα εθνικά θέματα και τις παραδοσιακές ελληνικές αξίες. Έχει απ’ τα δεξιά της ένα διαρκώς ενισχυόμενο πολιτικό χώρο που στηρίζεται σε ελληνικές εθνικές αξίες. Ακόμη και το ΚΚΕ προσπαθεί να παρουσιάσει εαυτό ως υπέρμαχο εθνικών ευαισθησιών. Κι αν πράγματι η ΝΔ ενδιαφέρεται για το χώρο του Κέντρου δεν πρέπει να λησμονά ότι παραδοσιακά αυτός ο χώρος παρουσιαζόταν πάντα ότι πίστευε στην αξία της κοινωνικής και οικονομικής δημοκρατίας. Σύμφωνα με αυτήν την αξία δεν υπάρχουν περιθώρια συμβιβασμού με τον Νεοφιλελευθερισμό που ουσιαστικά υποδουλώνει τους πολίτες στους ισχυρούς του χρήματος.
Συνολικά λοιπόν ο κόσμος απαιτεί από την κυβέρνηση – κι όχι μόνον εκείνης της ΝΔ – μια αποφασιστική στροφή σε μια πιο κοινωνική και εθνική πολιτική και σε μια ενίσχυση της αποτελεσματικότητας του κρατικού μηχανισμού με κοινωνικά κριτήρια – η εξέγερση των συνειδήσεων μετά την εθνική τραγωδία των Τεμπών δεν μπορεί ούτε πρέπει να ξεχαστεί! – ώστε ο πολίτης να αισθάνεται ότι οι βασικές αρχές της έννομης τάξης, η δικαιοσύνη και η ασφάλεια, πράγματι υφίστανται και δεν συναντιούνται μόνον στη θεωρία των νομικών συγγραμμάτων.