Η κυβερνητική πλευρά προσπάθησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις που προκάλεσε η ακύρωση της συνάντησής του με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, επειδή ο τελευταίος προτίμησε να συμμετέχει σε μια συνάντηση με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, υποστηρίζοντας ότι η συνάντηση δεν θα ήταν ιδιαίτερα σημαντική και ότι επί της ουσίας η εξωτερική πολιτική της χώρας διεξάγεται μέσω άλλων διαδικασιών και όχι μέσω τέτοιων συναντήσεων κορυφής.
Από την συνάντηση του Ντόναλντ Τραμπ με τον Ρετζεπ Ταγίπ Ερντογάν στον Λευκό ΟίκοΟ Κυριάκος Μητσοτάκης μιλά από το βήμα της Βουλής για αριστερόστροφο τραμπισμόΤον «αριστερό τραμπισμό» καταδικάζει ο έλληνας πρωθυπουργός
Από την ομιλία του Κυριάκου Μητσοτάκη στο αμερικανικό Κογκρέσο
Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί επέλεξε όλο εκείνο το διάστημα μια ρητορική εχθρική για την άλλη αμερικανική παράταξη, ιδίως από τη στιγμή που η πραγματική επιρροή του Τραμπ στο Ρεπουμπλικανικό κόμμα παρέμεινε ιδιαιτέρως ισχυρή.
Βεβαίως ο προσεκτικός παρατηρητής θα έβλεπε ήδη από τότε ότι δεν ήταν βέβαιο ότι η στρατηγική απέδιδε, τουλάχιστον ως προς τη διάσταση της πίεσης προς την τουρκική πλευρά ή της διαμόρφωσης ενός διαφορετικού συσχετισμού.
Σε όλη την περίοδο της διακυβέρνησης Μπάιντεν η Τουρκία κατάφερε όχι μόνο να ξεπεράσει την αρχική δυσπιστία απέναντί της, αλλά στη συνέχεια – και παρά τη μη ταύτισή της με τις δυτικές κυρώσεις στη Ρωσία – να μπορέσει να διεκδικήσει ευρύτερο ρόλο διαμεσολαβητή, την ώρα που οι εξελίξεις στη Συρία την έφεραν τελικά σε σχετικά καλύτερη θέση (ως δύναμη που συνομιλούσε με τους Ισλαμιστές αντάρτες), την ώρα που διατήρησε τον ενεργό ρόλο που έχει στη Λιβύη. Και βέβαια η επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στον Λευκό Οίκο σήμαινε για τον Πρόεδρο Ερντογάν την επιστροφή ενός ηγέτη με τον οποίο στο παρελθόν είχε τρόπους συνεννόησης.
Η δύσκολη θέση μετά τη νέα εκλογή Τραμπ
Όλα αυτά έφεραν τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε μια εξαιρετικά δύσκολη θέση μετά την επανεκλογή Τραμπ. Και αυτό γιατί αυτός ο υποτίθεται κατεξοχήν φιλοδυτικός και φιλοαμερικανός πολιτικός καλείται να συνεργαστεί με έναν πολιτικό του οποίο είχε χαρακτηρίσει παράδειγμα προς αποφυγή. Και δεν έκανε τα πράγματα πιο εύκολα για τον πρωθυπουργό το γεγονός ότι ταυτίστηκε με τις θέσεις άλλων ευρωπαϊκών χωρών σε θέματα όπως οι δασμοί, δηλώνοντας π.χ. ότι «ο πρόεδρος Τραμπ ανακοίνωσε μία, θα έλεγα, κολοσσιαίας διάστασης στροφή στην οικονομική πολιτική, στη διεθνή εμπορική πολιτική των ΗΠΑ. Είναι μία ιστορική στροφή στον προστατευτισμό».
Και αυτό γιατί η ελληνοαμερικανική σχέση – σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες – αφορά πρωτίστως γεωπολιτικά ζητήματα και σε μικρότερο βαθμό ζητήματα εμπορικών σχέσεων. Αν και πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι ο Ντόναλντ Τραμπ κατεξοχήν στηρίχτηκε ακριβώς από τις μεγάλες επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογία που προσπαθεί και η ελληνική κυβέρνηση να προσελκύσει.
Ακόμη χειρότερα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης βρέθηκε να έχει τοποθετηθεί κατ’ επανάληψη αρνητικά σε σχέση με έναν ηγέτη των ΗΠΑ που στηρίζεται συχνά περισσότερο στην εικόνα που σχηματίζει για τον ηγέτη μιας χώρας ως προσωπικότητα – μια κληρονομιά και της προηγούμενης επιχειρηματικής του δραστηριότητας – παρά σε κάποιες βαθύτερες γεωπολιτικές αναλύσεις. Για να μην αναφερθούμε στο πώς σταθμίζει τις δυναμικές στα μέσα κοινωνικής δικτύωση και τη δημόσια σφαίρα.
Αυτό φαίνεται αντίστροφα στο πώς ο Αμερικανός πρόεδρος εξακολουθεί να αναγνωρίζει τον Ερντογάν ως συνομιλητή και μάλιστα να μιλάει γι’ αυτόν με λόγια θαυμασμού και εκτίμησης, ακόμη και την ώρα που του ζητούσε να σταματήσει η Τουρκία να προμηθεύεται ρωσικό πετρέλαιο.
Είναι αυτή η σύγκριση ανάμεσα στην αδιαφορία για έναν Έλληνα πρωθυπουργό, που όλο αυτό το διάστημα έχει προσπαθήσει υποτίθεται να ευθυγραμμιστεί με τις αμερικανικές επιλογές, και τις δηλώσεις θαυμασμού για έναν Τούρκο πρόεδρο που έχει διαφοροποιηθεί από κρίσιμες αμερικανικές επιλογές, που υπογραμμίζει το σοβαρό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις.
Η κρίση μιας λογικής για τη διακυβέρνηση και ένας πολιτικός κύκλος που κλείνει
Όλα αυτά αποτυπώνουν ένα συνολικότερο πρόβλημα που δεν αφορά απλώς το ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέλεξε μια μονομερή τοποθέτηση σε σχέση με το αμερικανικό πολιτικό σύστημα, σε πείσμα μιας παράδοσης της ελληνικής διπλωματίας να έχει πάντα διαύλους και προς τις δύο μεγάλες παρατάξεις.
Αφορά πρωτίστως μια αντίληψη για τη διακυβέρνηση που θεωρεί ότι πολιτική στρατηγική σημαίνει κατά βάση την υιοθέτηση του όποιου συστημικού ιδεολογικού συρμού σε κάθε στιγμή φαντάζει κυρίαρχο (εν προκειμένω μια ιδεολογία «Ακραίου Κέντρου» έστω και διανθισμένης εσχάτως με ακροδεξιά στοιχεία), και όχι αυτό που αντιστοιχεί στα κοινωνικά χαρακτηριστικά της παράταξης και που αντίστοιχα θεωρεί εθνική εξωτερική πολιτική την ταύτιση κατά βάση με την εκδοχή εξωτερικής πολιτικής που ερχόταν από το αμερικανικό Δημοκρατικό Κόμμα και ένα ευρύτερο κλίμα «φιλελεύθερου παρεμβατισμού» παραβλέποντας ότι αυτή είναι μία – και όχι πάντα η κυρίαρχη – εκδοχή αμερικανικής πολιτικής, ιδίως σε μια συγκυρία όπου ούτως ή άλλως τα πράγματα στη «Συλλογική Δύση» είναι πιο σύνθετα.
Μόνο που αυτό φέρνει τώρα τον Κυριάκο Μητσοτάκη αντιμέτωπο, εντός και εκτός της παράταξής του, με την κριτική που ο ίδιος πάντα αρεσκόταν να κάνει στους πολιτικούς του αντιπάλους όταν τους κατηγορούσε ότι δεν έχουν ερείσματα στους δυτικούς συμμάχους και αντίστοιχα βαρύτητα και κύρος στη διεθνή σκακιέρα.
Τώρα, είναι αυτός που χρεώνεται την υποβάθμιση της θέσης της χώρας στα μάτια της τρέχουσας αμερικανικής κυβέρνησης, την ώρα που η Τουρκία εμφανώς αναβαθμίζεται.
Πράγμα που σημαίνει ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης πλέον χάνει και σε αυτό που ακόμη και στις δημοσκοπήσεις έμοιαζε να είναι το πιο ισχυρό σημείο του, δηλαδή η εξωτερική πολιτική.
Κάτι που έρχεται να προστεθεί στον τρόπο που χρεώνεται σημαντικές απώλειες εκλογικής επιρροής – τα κατευθυνόμενα δημοσιεύματα για τη διαφορά από το δεύτερο κόμμα δεν πείθουν κανένα όταν είναι εμφανές ότι η Νέα Δημοκρατία έχει χάσει κάθε πιθανότητα αυτοδυναμίας –, αλλά και στην αδυναμία απάντησης σε μια όλο και πιο βαθιά δυσαρέσκεια.
Κάτι που εξηγεί γιατί εντός της παράταξής του αρκετοί θεωρούν ότι ο πολιτικός του κύκλος έχει κλείσει.


