Μία από τις παράπλευρες συζητήσεις που άνοιξαν με αφορμή την υπόθεση των Τεμπών ήταν αυτή των τελευταίων ημερών, με αφορμή, αφενός, την απεργία πείνας του Πάνου Ρούτσι και, αφετέρου, το άτυπο «μνημείο» που έχει στηθεί μπροστά στον Αγνωστο Στρατιώτη με τα ονόματα των 57 θυμάτων της τραγωδίας.
Πού σταματούν τα δικαιώματα οποιουδήποτε να καταλαμβάνει ένα δημόσιο χώρο και μάλιστα με βαρύτατο εθνικό συμβολισμό και πού αρχίζει η υποχρέωση του κράτους και της κυβέρνησης, να διαφυλάξει την ιερότητα ενός τέτοιου σημείου;
Ισως οι περισσότεροι να το έχουν λησμονήσει: στην πλέον ταραγμένη μνημονιακή περίοδο και αφότου διαδηλωτές και τα τάγματα εφόδου της αντίστασης κατά των «γερμανοτσολιάδων» είχαν επιχειρήσει επανειλημμένως να εισβάλουν στη Βουλή και κατ’ επανάληψη πυρπολούσαν να φυλάκια των Ευζώνων, στο μνημείο είχαν τοποθετηθεί προστατευτικά κιγκλιδώματα.
Μία από τις πρώτες ενέργειες της κυβέρνησης Τσίπρα, που ήρθε τον Ιανουάριο του 2015 με αντιμνημονιακή φρεσκάδα και ορμή, ήταν η απομάκρυνση εκείνων των κιγκλιδωμάτων. Οι σχετικές διαρροές από το Μέγαρο Μαξίμου περιελάμβαναν χαριτωμένες φράσεις όπως: «τα κάγκελα συμβόλιζαν τον αυταρχισμό των μνημονιακών κυβερνήσεων και διαχώριζαν την κυβέρνηση από το λαό» και «μαζί με τα μνημόνια, φεύγουν και όλα όσα χώριζαν μέχρι σήμερα τους Ελληνες».
Ελλείψει μνημονίου, αλλά με την αγανάκτηση ορισμένων παρούσα, το μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη έγινε τα τελευταία χρόνια και πάλι το σημείο εκδήλωσης της οργής. Και με την υπόθεση των Τεμπών, μετατράπηκε σε τόπο προσκυνήματος.
Στην πρώτη επέτειο της τραγωδίας διαδηλωτές είχαν γράψει τα ονόματα των νεκρών στην άκρη της πλατείας που απλώνεται μπροστά στον Αγνωστο. Τότε η αντίδραση των αρχών ήταν άμεση και τα ονόματα είχαν σβηστεί. Προκλήθηκαν φυσικά αντιδράσεις.
Λίγους μήνες αργότερα τα ονόματα ξαναγράφτηκαν, έμειναν εκεί και στο χώρο καίνε έκτοτε 57 κεριά-καντήλια, ενώ κατά περίσταση προστίθενται αντίσκηνα, υπνόσακοι και εσχάτως η τέντα του απεργού πείνας.
Δεν χωρεί συζήτηση για το ότι δεν νοείται ο καθένας, όποιος και αν είναι και για οποιονδήποτε λόγο, να καταλαμβάνει δημόσιο χώρο, πόσο μάλλον ένα ιερό μνημείο. Προβλέπεται από συγκεκριμένους νόμους και κανόνες.
Αναδεικνύεται όμως τελικά το πρόβλημα: οι (όποιες) αρχές και η κυβέρνηση αντιμετωπίζουν φοβικά το φαινόμενο. Θεωρούν ότι αν προστατεύσουν το Μνημείο, δίχως να περιορίσουν το δικαίωμα οποιουδήποτε να διαδηλώσει για οτιδήποτε – αλλά αλλού – θα κατηγορηθούν για αυταρχισμό, καταπάτηση δημοκρατικών δικαιωμάτων κ.λπ.
Πρόκειται για μία ακόμη εκδήλωση της παραλυσίας η οποία κατέλαβε την κυβέρνηση, αφότου αιφνιδιάστηκε από το κύμα της αντίδρασης για τα Τέμπη και εγκλωβίστηκε στο δόγμα «σκύβω το κεφάλι». Είναι ορθό αυτό για τους γονείς και τα θύματα, δεν στέκει όμως για οτιδήποτε άλλο.
Το ίδιο φαινόμενο εκδηλώνεται και παρατηρείται με την φοβική στάση του κράτους απέναντι στις περιορισμένης κλίμακας και συμμετοχής πορείες του «κινήματος» για την Παλαιστίνη προς την πρεσβεία του Ισραήλ. Ολόκληρη η πρωτεύουσα παραλύει,, όπως συνέβη την Τρίτη (7/10), όταν μερικές δεκάδες διαδηλωτές παρήλασαν ανενόχλητοι στη Βασιλίσσης Σοφίας και την Κηφισίας. Το ότι αυτό συνέβη με θρασύτατο τρόπο στην επέτειο των σφαγών της Χαμάς και το ότι μερικές χιλιάδες πολίτες εγκλωβίστηκαν στα αυτοκίνητά τους επί ώρες, δεν απασχόλησε κανέναν.
Διαπιστώνεται εν τέλει, παρά τις κατά καιρούς πομπώδεις εξαγγελίες, ότι το ελληνικό κράτος, δια της εκλεγμένης κυβέρνησής του, γίνεται τελικά (και προφανώς αυτοβούλως) όμηρος του δήθεν δικαιώματος των λίγων, περιφρονεί τους πολλούς και προτιμά να αθετεί τις δικές του υποχρεώσεις.
Είναι όμως εξαιρετικά πιθανό να μην έχει «μετρηθεί» σωστά το κοινωνικό-πολιτικό κόστος αυτής της ανοχής.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News


