H εννοιολογική σύγχυση υπήρξε διαχρονικά μια από τις βασικές πηγές δυσκολιών στη μελέτη των πολιτικών φαινομένων· όχι μόνο για λόγους περιστασιακούς, διότι συγκεκριμένες νοητικές κατασκευές αδυνατούσαν να συλλάβουν πλήρως πολιτικές πραγματικότητες, αλλά και γιατί η πολιτική είναι η ίδια, πρωτίστως, μια μάχη αναφορικά με τη δέουσα χρήση των λέξεων και των εννοιών.
Το περιγραφικό διαπλέκεται με το αξιολογικό, με αποτέλεσμα οι χρησιμοποιούμενοι όροι να καθίστανται «ουσιωδώς διαφιλονικούμενοι», για να χρησιμοποιήσουμε την περίφημη φράση του σκωτσέζου φιλοσόφου Walter Bryce Gallie: «Η σωστή χρήση τους προκαλεί αναπόφευκτα ατέρμονες διαμάχες σχετικά με τις σωστές χρήσεις από μέρους των χρηστών τους».
Κάτι αντίστοιχο φαίνεται να ισχύει και για τη λέξη των ημερών, τον αντισυστημισμό. Τον επικαλούμαστε κατά κόρον, ανησυχούμε για αυτόν και διεξάγουμε έρευνες για να τον μετρήσουμε, τον αναζητούμε στους δρόμους και στις πλατείες, ενίοτε δε και μέσα σε θεσμούς και διαδικασίες, τον χρησιμοποιούμε άλλοι ως αιτίαση και άλλοι ως υγιές κοινωνικό αντανακλαστικό. Οταν όμως επιχειρούμε να περιγράψουμε τι ακριβώς εννοούμε, και κυρίως τι θέλουμε να εξηγήσουμε διά της επίκλησής του, τότε προκύπτει η ανάγκη μιας διεργασίας διασάφησης, από την οποία μπορεί να προκύψουν διαφωνίες που δεν επιλύονται τόσο εύκολα.
Οπως κάθε όρος που προσδιορίζεται διά της αντίθεσής του προς κάτι άλλο, έτσι και ο αντι-συστημισμός μοιάζει να εξαρτάται πλήρως από το περιεχόμενο το οποίο πολεμά. «Το βασικό είναι να ορίσουμε τι αντιλαμβανόμαστε με την έννοια σύστημα. Το πολιτικό σύστημα; Τη δημοκρατία ως ένα σύστημα; Τον σύγχρονο κόσμο;
Υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα του αντισυστημισμού, τα οποία πρέπει να αποκωδικοποιήσουμε» αναφέρει η διευθύντρια και πρόεδρος του ΔΣ του ΕΚΚΕ καθηγήτρια Βασιλική Γεωργιάδου: «Στην πιο απόλυτη εκδοχή του, η εναντίωση αφορά το ίδιο το δημοκρατικό σύστημα, τους θεσμούς και τις διαδικασίες του, και θέτει σε αμφισβήτηση όλα όσα οικοδομήθηκαν στη μεταπολεμική εποχή.
Υπάρχει όμως κι ένα άλλο επίπεδο, αυτό που στη βιβλιογραφία εμφανίζεται ως anti-establishment, ως εναντίωση στο κατεστημένο. Οι «αντι-καθεστωτικές» δυνάμεις δεν είναι απαραίτητα ή καθ’ ολοκληρίαν αντιδημοκρατικές, διότι μετέχουν στο παιχνίδι της διακυβέρνησης, λαμβάνουν μέρος στις εκλογές και ενίοτε καταλαμβάνουν και την εξουσία. Δείτε το παράδειγμα της Ιταλίας ή της Αυστρίας. Δεν αμφισβητούν τη δημοκρατία συνολικά, αλλά συγκεκριμένες όψεις της».
Στην Ελλάδα έχουμε και τα δύο, υποστηρίζει η κυρία Γεωργιάδου, σημειώνοντας ότι αμφότεροι οι ανωτέρω ιδεότυποι δεν αποτελούν προνόμιο κάποιου συγκεκριμένου πολιτικού χώρου, της Αριστεράς ή της Δεξιάς, αλλά διατρέχουν και τις δύο περιοχές του πολιτικού φάσματος. Για την ίδια, ο όρος αντισυστημισμός παραμένει χρήσιμος ερμηνευτικά, δεν αποτελεί όμως μέρος μιας πιθανής οιονεί διαιρετικής τομής που θα μπορούσε να καθορίσει τα πολιτικά πράγματα της χώρας.
«Δεν θεωρώ ότι στην Ελλάδα βρισκόμαστε, ούτε σε αυτή τη συγκυρία, σε μια αντι-συστημική φάση. Δεν έχουμε μια έξαρση σαν εκείνη που είχαμε βιώσει μεσούσης της οικονομικής κρίσης, όπου ο ριζοσπαστισμός και η αμφισβήτηση του συστήματος, όπως το ορίζαμε αυτό, ήταν πολύ πιο εμφανή και έντονα. Ανησυχώ περισσότερο για τις ΗΠΑ και την Ευρώπη παρά για την Ελλάδα» σημειώνει, «παρότι ανησυχητικά σημάδια υπάρχουν και στη χώρα μας».
Η «εργαλειοποίηση» του προσδιορισμού
Μια άλλη λέξη που χρησιμοποιείται συχνά τον τελευταίο καιρό στα δημόσια πράγματα είναι η εργαλειοποίηση. Λέξη επίσης «ουσιωδώς διαφιλονικούμενη», θα τολμούσαμε να πούμε. Θα μπορούσε κάποιος άραγε να μιλήσει για εργαλειοποίηση του προσδιορισμού «αντι-συστημικός» με στόχο την απονομιμοποίηση του πολιτικού αντιπάλου; Κάτι τέτοιο φαίνεται να υπονοεί ο ομότιμος καθηγητής Νεότερης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Αντώνης Λιάκος, ο οποίος δεν πιστεύει στην παραγωγικότητα του όρου ως αναλυτικής κατηγορίας.
«Νομίζω ότι δεν μπορεί να εξηγήσει πράγματα, δεν μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία για παραγωγική σκέψη. Για παράδειγμα, αν εξηγήσουμε τη δυσπιστία προς τους θεσμούς μόνο με τον αντισυστημισμό, τότε δεν βλέπουμε την προβληματικότητα πτυχών της λειτουργίας του κράτους, της δικαιοσύνης και άλλων θεσμών που δημιουργούν δυσπιστία στους πολίτες» τονίζει. «Ως όπλα όμως που εμφανίζονται ως ουδέτερες αναλυτικές κατηγορίες μπορούν να λειτουργήσουν. Τότε έχουμε ένα είδος πολεμικής πολιτικής, η οποία παρενδύεται επιστημονικούς όρους με σκοπό να τους χρησιμοποιήσει στο πολεμικό σχέδιό της» συμπληρώνει.
Ο προσδιορισμός, υποστηρίζει ο κ. Λιάκος, ανήκει σε μια άλλη εποχή, εντάσσεται σε ένα συγκεκριμένο πλέγμα εξελίξεων και πολιτικών, που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί: «Ο όρος μάλιστα, συνώνυμος λίγο-πολύ με τη θεωρία των δύο άκρων ή τον λαϊκισμό, αφού κατά κάποιον τρόπο εξομοιώνει την Αριστερά με τη Δεξιά, ανήκει σε μια εποχή η οποία μάλλον έχει λήξει με την άνοδο του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ, μια εποχή στην οποία υπήρχε ένα είδος συστημικού κέντρου, μέσα από μια σύγκλιση Χριστιανοδημοκρατίας και Σοσιαλδημοκρατίας γύρω από ορισμένες κατευθύνσεις που χαράχθηκαν κυρίως από τη δεκαετία του 1990 και μετά. Τώρα, μετά την εποχή του Τραμπ, νομίζω ότι έχει λήξει οποιαδήποτε χρήση αυτής της έννοιας. Για παράδειγμα, ο Ιλον Μασκ και όλοι εκείνοι πέριξ του νέου αμερικανού προέδρου, τι είναι, συστημικοί ή αντισυστημικοί;».
Ορος «ανατρεπτικός αλλά ουτοπικός»
Μια διαφορετική πτυχή, σταθερά παραγνωρισμένη, εκείνη του κεντρικού ρόλου που μπορεί να έχουν συναισθήματα στην πολιτική, επισημαίνει ο καθηγητής Νομικής Χάρης Παμπούκης για να αιτιολογήσει τη χρήση του όρου. «Ο όρος έχει έναν κοινό διπλό τόπο: την ανατροπή (πρέπει να αλλάξει ή πρέπει να φύγουν) και την έκφραση οργής λόγω προδοσίας» αναφέρει.
Και συμπληρώνει: «Κυρίαρχη είναι η λαϊκή συλλογική πρόσληψη ότι η κυβέρνηση δεν τους εκπροσωπεί, οι θεσμοί τούς προδίδουν, ότι είναι διεφθαρμένοι, ψεύτες και ιδιοτελείς, ότι ενδιαφέρονται για την «πάρτη» τους και όχι, όπως όφειλαν, για τον λαό. Στη βάση, δηλαδή, αξιακά υπάρχει η προδοσία και η οργή, το αίτημα της αλήθειας, ενώ εκφράζει συναίσθημα φορτισμένο και όχι λογική, ή αν θέλετε μία άλλη «λογική»». Οπως αναφέρει, ο αντι-συστημικός λόγος «είναι απλός, ανατρεπτικός, οργισμένος, αλλά ουτοπικός, και σίγουρα τροφοδοτεί τον λαϊκισμό, δηλαδή εκμεταλλεύεται τη λαϊκή δυσφορία για την κατάληψη της εξουσίας, χωρίς όμως, όταν αυτό γίνει, να προσφέρει λύση στα αδιέξοδα. Απλώς μεταβάλλεται και αυτό σε κατεστημένο. Η περίπτωση του αντι-μνημονίου είναι χαρακτηριστική».
Είναι όμως ο αντισυστημισμός κάτι εγγενώς αρνητικό; Ή μήπως θα μπορούσε να ιδωθεί και ως σημάδι κοινωνικής αντίδρασης απέναντι σε διαχρονικές αστοχίες ή αδικίες τού (εκάστοτε) συστήματος; «Δεν υπάρχουν κοινωνικά ουδέτερα φαινόμενα» τονίζει ο κ. Παμπούκης, «με την έννοια ότι όλα κουβαλάνε θετικές και αρνητικές πτυχές. Τα θετικά του αντι-συστημισμού είναι το αίτημα να ακούγονται οι αποκλεισμένοι και οι αδικημένοι. Και κατά κάποιον τρόπο αναζωογονεί τους θεσμούς, λειτουργεί κατά εγερτήριο, ζωογόνο τρόπο. Ποια είναι η σωστή αντίδραση; Κατά τη γνώμη μου, μια στάση συμπερίληψης, ακούσματος και κυρίως, γιατί όχι, να δοθεί υπόσταση και θεσμική. Να συμπεριληφθούν, να ακουστούν, να προτείνουν και να κριθούν».
Στο τελευταίο του βιβλίο ο Τίμοθι Γκάρτον Ας υποστηρίζει ότι η νέα εποχή ασυμμετριών και αβεβαιοτήτων που διανύουμε συνιστά το αποτέλεσμα μιας θεμελιώδους ύβρεως: της ιδέας ότι ο φιλελευθερισμός, και δη η επικέντρωσή του στο οικονομικό εις βάρος του πολιτικού, θα επιφέρει το τέλος της Ιστορίας.
Μαζί με το ανοιχτό ερώτημα για τον αντι-συστημισμό και τη χρησιμότητα της επίκλησής του, θα πρέπει ίσως να δούμε και το ζήτημα της ύβρεως των συστημάτων, που αν αφεθούν χωρίς αντίβαρα τείνουν σταθερά να αποκρύπτουν τα ελλείμματά τους και να απωθούν τις αδυναμίες τους. Αλλιώς κινδυνεύουμε πολύ σύντομα να βρεθούμε αντιμέτωποι με μια επιστροφή του απωθημένου. Οπως ακριβώς συνέβη στην άλλη μεριά του Ατλαντικού.


